Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κοσκινίδι — το [κόσκινο] συν. στον πληθ. τα κοσκινίδια τα σκύθαλα που απομένουν στο κόσκινο μετά το κοσκίνισμα … Dictionary of Greek